- σκεβρός
- [скэврос] επ. покоробленный, кривой, изогнутый.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σκεβρός — ή, ό, Ν βλ. σκευρός … Dictionary of Greek
σκευρός — και σκεβρός, ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει λυγίσει, που έχει στραβώσει, σκευρωμένος, στρεβλός 2. κυρτωμένος, καμπουριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. σκευρώνω (βλ. και λ. σκευρώνω)] … Dictionary of Greek
σκευρώνω — και σκεβρώνω Ν 1. κάνω κάτι στραβό, κυρτό, προκαλώ λύγισμα σε κάτι 2. συντελώ στο να γίνει κάποιος καμπούρης, κυρτός, κάνω κάποιον καμπούρη («τόν σκέβρωσαν τα γηρατειά») 3. (αμτβ.) α) γίνομαι στραβός, κυρτός, στραβώνω β) (για ξύλα) γίνομαι… … Dictionary of Greek